κατοικτίρω

κατοικτίρω
κατοικτίρω 1 aor. subj. 1 pl. κατοικτίρωμεν 4 Macc 8:20, ptc. κατοικτίρας 4 Macc 12:2, inf. κατοικτίραι or κατοικτεῖραι (s. οἰκτίρω; Soph., Hdt.+; 4 Macc) have pity τὶ on someth. (Alciphron 3, 39, 3) τὴν ἡλικίαν (cp. 4 Macc 8:20 τὸ τ. μητρὸς γῆρας) MPol 3, 1.—DELG s.v. οἶκτος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατοικτίρω — κατοικτείρω have mercy pres subj act 1st sg κατοικτείρω have mercy pres ind act 1st sg κατοικτί̱ρω , κατοικτείρω have mercy aor subj act 1st sg κατοικτί̱ρω , κατοικτείρω have mercy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικτείρω — και κατοικτίρω (ΑΜ) 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τόν τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.) 2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”