- κατοικτίρω
- κατοικτίρω 1 aor. subj. 1 pl. κατοικτίρωμεν 4 Macc 8:20, ptc. κατοικτίρας 4 Macc 12:2, inf. κατοικτίραι or κατοικτεῖραι (s. οἰκτίρω; Soph., Hdt.+; 4 Macc) have pity τὶ on someth. (Alciphron 3, 39, 3) τὴν ἡλικίαν (cp. 4 Macc 8:20 τὸ τ. μητρὸς γῆρας) MPol 3, 1.—DELG s.v. οἶκτος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.